Πέμπτη 9 Ιουλίου 2015

ΟΥΤΟΠΙΑ



















Αυτή ας είναι η στιγμή,
που όλα θα γεννηθούν ξανά.
Που θα ανοίξουν τα βουνά
και θάλασσες θα ξεχυθούν.
Που θα ανθίσουν
όλα τα καμένα δάση.
Που θα ακούγονται μόνο γέλια,
που θα δημιουργούν σεισμούς,
τέτοιους, που θα διαλύουν
τη δυστυχία
και θα χτίζεται
η ευτυχία.
Αυτή ας είναι η στιγμή,
που θα κρατήσω
το χέρι του παιδιού μου
και θα μπορέσω
να το κοιτάξω στα μάτια
και να του πω,
«Αυτός είναι ο κόσμος σου».
Και δεν θα δει
τον πόνο στους δρόμους,
την πείνα στα μάτια άλλων παιδιών,
την μοναξιά στα κορμιά των ανθρώπων.
Δεν θα δει
τη βία στις σχέσεις του,
θα απλώνει το
ένα του χέρι για να βοηθηθεί
και το άλλο για να βοηθήσει.
Δεν θα είναι όλα
αποστειρωμένα,
άψυχα.
Δεν θα μυρίζει θάνατος.
Αυτή ας είναι η στιγμή,
που θα του πω,
πώς στον δικό μου κόσμο
υπήρξε πολύς πόνος.
Πως δεν θα σκοτώσει,
όπως εγώ,
δεν θα θάψει,
όπως εγώ,
δεν θα βιάσει,
όπως εγώ,
δεν θα πονέσει,
όπως εγώ,
δεν θα πονέσει,
όπως εγώ.
Πως ο δικός του κόσμος,
είναι αγνός,
πως δόθηκαν πολλοί αγώνες
και χάθηκαν πολλοί.
Αυτή ας είναι η στιγμή,
που θα πεθάνω
και μαζί μου
θα πεθάνει για πάντα,
αυτός ο πόνος.
Τόσος πόνος…
Πώς τον αντέξαμε;


ΕΡΗΜΙΑ























Παντού σκόρπια κορμιά,
χέρια κομμένα,
πόδια θρυμματισμένα,
έντερα και όργανα  χυμένα στο πάτωμα,
γλώσσες δαγκωμένες,
μάτια  τυφλά.
Ανοιγμένα κρανία,
μυαλά λιωμένα,
ξεκοιλιασμένες έγκυες,
έμβρυα πνιγμένα.
Παντού τεράστια πάνελ
με κεφάλια γυαλισμένα
με φορεμένα τρομακτικά
χαμόγελα.
Όλα τα κτίρια
αμπαρωμένα με κάγκελα,
οι δρόμοι γεμάτοι φέρετρα,
Η  πόλη,
ένας τεράστιος τάφος.
Μυρωδιά αίματος
και καμένου δέρματος.
Ζω δίχως πνεύμονες,
ψάχνω να βρω πώς
έγινε όλο αυτό το μακελειό,
θυμάμαι μόνο τις τελευταίες μας λέξεις.
«να κατεβούμε στο δρόμο,
να πολεμήσουμε ενάντια,
βία στη βία,
Επανάσταση,
Ελευθερία»
Και μετά ουρλιαχτά,
κλάματα παιδιών,
τρομακτικοί ήχοι,
θάνατος… θάνατος.
Ζω δίχως πνεύμονες,
δεν υπάρχει κανείς,
ψάχνω μέρες τώρα
μέσα στα πτώματα
να σε βρω.
Κάθε μέρα θάβω
και κάποιον δικό μου.
Κάθε μέρα ξεκρεμάω κορμιά,
από τους γάντζους των σφαγείων.
Κάποιες νύχτες βγαίνουν
τα σκυλιά και μυρίζουν
μήπως κάποιος είναι ζωντανός
να τον ξεσκίσουν,
τότε φοβάμαι τόσο,
μην με βρούνε
και δεν έχω προφτάσει να σε βρω.
Είναι  μέρες  που,
τα σκυλιά μαζεύουν
κομμάτια των νεκρών
και ταΐζουν τα τεράστια
πάνελ των φρικιαστικών
αυτών κεφαλιών.
Πέρασαν τόσες μέρες,
δυσκολεύτηκα τόσο
να σε γνωρίσω,
το κορμί σου σαπισμένο,
λιωμένο,
μόνο τα μάτια σου
ήταν ακόμα ίδια,
μα με τον θάνατο μέσα τους,
ποια ήτανε η τελευταία σου εικόνα;
γιατί δεν ήμουν δίπλα σου;
Στο κενό των πνευμόνων μου,
βάζω ότι έχει απομείνει,
από το κορμί σου,
θα μείνω ακίνητη,
ελπίζω να μην με μυρίσουν
τα σκυλιά.
Κλείνω τα μάτια μου,
τώρα το μόνο που θέλω
είναι να πεθάνω και εγώ,
μαζί σου,
μαζί με όλους όσους έθαψα ,
για την επανάσταση, για την ελευθερία.

ΕΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΙ


























Όταν ξυπνάω το πρωί
Αυτή είναι πάντα εκεί,
μου ψιθυρίζει.
Ότι άργησα πάλι στη δουλειά
και με πληρώνουν καλά,
ότι έτσι θα είναι η ζωή μου
και ας πονάει το κορμί μου.
Όταν γυμνώνομαι
μπροστά στον καθρέφτη
Αυτή μου ψιθυρίζει.
Τι το κοιτάζεις;
ένα κουφάρι σκέτο,
που μέρα με την μέρα
γερνάει.
Όταν ξαπλώνω να κοιμηθώ
Αυτή ξαπλώνει δίπλα μου
μου ψιθυρίζει.
Πως μπορείς να κοιμάσαι;
Όλα γύρω σου διαλύονται.
Προσπέρασες τόσους άστεγους,
τόσα παιδιά δίχως γονείς,
τόσους πεινασμένους.
Σκότωσες τόσους πολλούς σήμερα.
Έθαψες τόσους πολλούς σήμερα.
Δίπλα στο νεκρό κορμί
του πατέρα μου,
Αυτή είναι εκεί
μου ψιθυρίζει.
Σου διέλυσε τη ζωή
και τώρα σε καλεί,
για να τον δεις
για τελευταία φορά,
δίχως να μπορέσεις να του μιλήσεις,
δίχως να μπορέσει να σε ακούσει.
Κηδεύω τη μάνα μου,
Αυτή είναι εκεί
μου ψιθυρίζει.
Έφυγε και δεν κατάφερες
να της πεις,
Σε ευχαριστώ.
Ψάχνω την αδερφή μου,
Αυτή είναι εκεί
Μου ψιθυρίζει.
Έχει φύγει και δεν ξέρεις
σε ποια πόλη είναι,
δεν πήγες ποτέ μαζί της εκείνο το ταξίδι.
Αναζητώ τον αγαπημένο μου,
Αυτή είναι εκεί
Μου ψιθυρίζει.
Δεν είναι εδώ, λείπει, δουλεύει,
όλες τις μέρες,
πολλές ώρες,
γιατί έτσι θα έβγαζε
περισσότερα λεφτά.
Και όταν είναι εδώ,
είναι τόσο κουρασμένος,
που δεν μπορούν τα χέρια του
να σε σφίξουν πάνω του,
όπως κάποτε,
που δεν μπορεί να σου κάνει έρωτα.
Κρατάω το παιδί μου
στην αγκαλιά μου,
Αυτή είναι εκεί,
Μου ψιθυρίζει.
Φρόντισε μην το πληγώσεις,
προσπάθησε να το κάνεις
καλόν άνθρωπό,
γιατί εσύ δεν κατάφερες να γίνεις.
Δεν την αντέχω άλλο
αυτή τη φωνή,
είναι πάντα εκεί,
από την στιγμή της γέννησης μου.
Θέλω να την θάψω
και να θάψω μαζί της
όλες τις μέρες που ήτανε δίπλα μου.
Όλη μου τη ζωή…
Δεν υπήρξε ούτε μία στιγμή
απόλυτης ευτυχίας.
Δεν θα υπάρξει ποτέ,
δεν θα μπορούσε να υπάρξει.
Αυτή θα σωπάσει

μόνο όταν πεθάνω.