Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

Σε αποχωρίζομαι

Τον ήξερα τον Θάνατο
άκουγα τόσο συχνά για Εκείνον.
Δεν τον είχα γνωρίσει
έως τώρα από κοντά.
Αυτό που είχα καταλάβει
για Αυτόν,
ήτανε ότι είναι σκληρός,
αδιάλλακτος, ξαφνικός,
αδυσώπητος, βίαιος
και στις πιο τυχερές περιπτώσεις,
ίσως γαλήνιος.
Δεν είχε Πάρει
κάποιον δικό μου
που να αγαπώ πολύ.
Έτσι, υπήρχε πάντα
μια απόσταση ασφαλείας
μαζί του.
Τον είδα λοιπόν,
να τριγυρνάει μήνες τώρα
γύρω γύρω
από το κρεβάτι Της.
Τόσο χλωμός, ψηλός,
ψυχρός, με σάπιο μώβ δέρμα, γυμνός.
Τον αντιπαθούσα,
αλλά τον πλεύριζα
για να Την πάρει κοντά του,
ταλαιπωρούνταν!
Τον γνώρισα λοιπόν επίσημα
εκείνο το Σάββατο.
Στο ανέκφραστο μέτωπο Της
Στο άψυχο σώμα Της
Στα κλειστά Της μάτια
Στη νεκρή μορφή Της.
Εκείνος ήτανε εκεί,
στο πλάι της.
Του ήμουν υπόχρεη
που Την είχε ξεκουράσει,
Την είχε ελευθερώσει πια.
Τον σιχαινόμουν όμως τόσο,
ήθελα να φύγει!Να φύγει!
Όταν φίλησα το μέτωπο Της
ήτανε τόσο παγωμένο
που έκανε το αίμα μου
πηχτό, χωρίς ρύση.
Κάτω απο τον καυτό ήλιο του Ιούλη,
μαυροντυμένες, της τραγουδούσαμε
το τελευταίο, τον χαιρετισμό,
το αγαπημένο της τραγούδι.
Ο ήλιος έκαιγε τους ώμους μας,
Εκείνη ήτανε δροσερή,
ήρεμη, ήτανε ήδη απούσα.
Το τελευταίο "κρεβατάκι της",
έτσι έλεγε. 
Το χώμα είναι βαρύ,
είναι βαρύ, είναι βαρύ!
Όταν πια Εκείνη χάθηκε,
Ο Θάνατος με αποχαιρέτησε,
"Είς το Επανιδείν", μου είπε.
Του χρωστάω, για αυτή τη φορά.
Μα, μην έρθει ποτέ στιγμή
να μου χρωστάει Εκείνος.
                                                                                               Καλό σου ταξίδι