Πέμπτη 23 Αυγούστου 2018

Στο νησί
























Και τα δάχτυλα της συρρικνώνονται όταν είναι μόνα τους.
Οι κόρες των ματιών της ανοίγουνε διάπλατα στη θέα της απέραντης μπλε θάλασσας
που δεν κολύμπησε όσο ήθελε.

Ανοίγει τα μάτια της για να δει όσα περισσότερα μπορεί, για να έχει εικόνες τα ζεστά
βράδια στη Μητρόπολη.
Τα χέρια της κλείνουν μέσα τους τη μοναξιά και τους φόβους της.

Τα μαλλιά της τα λύνει να τα φυσήξει αυτός ο αέρας του νησιού,
για να μυρίζει το μαξιλάρι της.
Περπατάει τόσο ήσυχα που ξεχνάει πάντα τον προορισμό της,
δεν πειράζει, τελικά η διαδρομή της αξίζει τον κόπο.

Ο ήχος του κύματος έχει γίνει η μουσική της μελωδία.
Ήθελε να δει πιο πολλά, πάντα θέλει να δει πιο πολλά
αλλά ο εαυτός της  τρέχει πιο μπροστά από την στιγμή που ζει κάθε φορά.

Το ξέρει, μπορεί και μόνη, της αρέσει αυτή η ησυχία.
Όμως, αλλού είναι η ομορφιά. Έτσι λέει εκείνη τουλάχιστον.
Οι κραυγές από αυτό το ζευγάρι παγώνια που ακούει κάθε βράδυ
κάνει τη σπονδυλική της στήλη να ανατριχιάζει.
Αισθάνεται την ένταση και αυτή τη μοναδικότητα του ζευγαρώματος.

Το λευκό σοκάκι που οδηγεί στο δωμάτιο της έχει μια ρομαντική αίσθηση ελευθερίας.
Δεν υπάρχει πολύ και λίγο, υπάρχει δυνατά και σιγά.
Και αυτή πάντα ζει δυνατά, έτσι ο χρόνος μειώνεται.


Κοσμολογία




















Τα πλοία φτιαχτήκανε για να ταξιδεύουν – να κολυμπούν οι άνθρωποι
και να βλέπουνε πως το γαλάζιο γίνεται μπλε, σκούρο μπλε και μετά μαύρο.
Και πως ακούγεται η θάλασσα όταν θυμώνει.
Και να ξεπλένουν τις αμαρτίες τους και τα πάθη τους.

Και τα τρένα φτιαχτήκανε για να ταξιδεύουν – να περπατούν οι άνθρωποι
και να βλέπουνε πως το πράσινο γίνεται  πορτοκάλι και μετά νεκρό κίτρινο.
Και πως απογυμνώνονται τα δέντρα και πως μοσχομυρίζει η γη όταν γεννάει.
Και να μπορούν να ποτίζουν τις ρίζες τους με αγάπη και κουράγιο
για να συνεχίσουν να ψηλώνουν – οι άνθρωποι.

Και τα αεροπλάνα φτιαχτήκανε για να ταξιδεύουν – να πετάνε οι άνθρωποι
και να βλέπουνε πως μοιάζουνε από ψηλά, να βλέπουνε πόσο παχιά είναι τα σύννεφα
που τελικά δεν είναι παρά μόνο σκόνη, τελικά δεν μπορείς να καθίσεις επάνω τους.

Και να δούνε, να δούνε οι άνθρωποι πόσο μικροί είναι
και πως τελικά από εκεί ψηλά είναι οι τελευταίοι που φαίνονται.
Πρώτα φαίνεται η θάλασσα, μετά το χώμα, τα δέντρα.
Να δούνε πόση ομορφιά έχει εδώ κάτω.

Αστρόσκονη






















Δεν έχω άλλες ζωές σου λέω.
Φεύγω, μέρα με τη μέρα, φεύγει η αστρόσκονη μου.
Δεν θα δω όλα όσα ετοιμάζεις,
δεν θα ακούσω όλα όσα μάθεις,
δεν θα νιώσω όλα όσα αισθανθείς.

Μέρα με τη μέρα, νιώθω τον ουρανό
πιο μακρυά μου.
Μυρίζω πιο έντονα το χώμα.
Δεν έχω άλλες ζωές σου λέω.

Ότι αγγίζω, το σφίγγω δυνατά, για να το θυμάμαι.
Ότι αγαπάω πολύ το μυρίζω έντονα, για να το αισθάνομαι.

Θέλω να κάνεις όλα όσα ονειρεύτηκες, όλα όσα σχεδιάζαμε.

Μια  ζωή είχα τους ώμους μου σηκωμένους, κοντά στα αυτιά μου,
σφιγμένους. Τώρα θα πέσουν κάτω, θα ξεκουραστώ.
Δεν έχω  άλλες ζωές σου λέω.

Αυτό το καλοκαίρι κάθισα πολύ στον ήλιο,
να ρουφήξω όσον μπορώ. Και τα μαλλιά μου δεν τα έλουσα
να μυρίζουν θάλασσα.
Φωτογράφισα με τα μάτια μου τα δέντρα
και έμαθα τον ήχο τους όταν φυσάει για να τον τραγουδάω.

Αισθάνομαι τη γη να τρίζει, ακούω το βάδισμα των αλόγων,
τα άλογα - αντάρτες - ήρθανε.
Κοίτα, κοίτα, με πόσο εκλεκτή παρέα φεύγω.

Θα σε συναντήσω ξανά.
Μην σταματήσεις να προσπαθείς.