Και τα δάχτυλα της συρρικνώνονται όταν είναι μόνα τους.
Οι κόρες των ματιών της ανοίγουνε διάπλατα στη θέα της
απέραντης μπλε θάλασσας
που δεν κολύμπησε όσο ήθελε.
Ανοίγει τα μάτια της για να δει όσα περισσότερα μπορεί,
για να έχει εικόνες τα ζεστά
βράδια στη Μητρόπολη.
Τα χέρια της κλείνουν μέσα τους τη μοναξιά και τους φόβους
της.
Τα μαλλιά της τα λύνει να τα φυσήξει αυτός ο αέρας του
νησιού,
για να μυρίζει το μαξιλάρι της.
Περπατάει τόσο ήσυχα που ξεχνάει πάντα τον προορισμό
της,
δεν πειράζει, τελικά η διαδρομή της αξίζει τον κόπο.
Ο ήχος του κύματος έχει γίνει η μουσική της μελωδία.
Ήθελε να δει πιο πολλά, πάντα θέλει να δει πιο πολλά
αλλά ο εαυτός της τρέχει πιο μπροστά από την στιγμή που ζει κάθε
φορά.
Το ξέρει, μπορεί και μόνη, της αρέσει αυτή η ησυχία.
Όμως, αλλού είναι η ομορφιά. Έτσι λέει εκείνη
τουλάχιστον.
Οι κραυγές από αυτό το ζευγάρι παγώνια που ακούει
κάθε βράδυ
κάνει τη σπονδυλική της στήλη να ανατριχιάζει.
Αισθάνεται την ένταση και αυτή τη μοναδικότητα του
ζευγαρώματος.
Το λευκό σοκάκι που οδηγεί στο δωμάτιο της έχει μια
ρομαντική αίσθηση ελευθερίας.
Δεν υπάρχει πολύ και λίγο, υπάρχει δυνατά και σιγά.
Και αυτή πάντα ζει δυνατά, έτσι ο χρόνος μειώνεται.