Αισθάνομαι μια βελόνα να μπαίνει στο πίσω μέρος του κρανίου
μου –
δεν μπορεί κανείς πια να μιλήσει – να πεί την αλήθεια του –
πρόσεχε τι λες, πώς το λες, σε ποιόν το λες.
Όχι! Θέλω να μιλήσω – να πω αυτό που αισθάνομαι –
Αυτό που μου καίει τα σπλάχνα!
Τι περιμένεις να μπω 2 μέτρα κάτω από το χώμα;
Αγαπώ αυτό που κάνω – μισώ τα αφεντικά – ΟΛΑ!
Όλοι τους είναι σιχαμένοι μύκητες!
Μετράμε τα καλοκαίρια γιατί μόνο αυτά έμειναν
να ζήσουμε ελεύθεροι – ήρεμοι – ευτυχισμένοι.
Να ερωτευττούμε – να κάνουμε έρωτα.
Έχω έναν σκοτάδι μέσα μου σαν πλάκα –
για τους γονείς – από εκεί μαθαίνουμε την ενοχή και πώς να λέμε
ψέματα!
Κατάρα μου δίνω αν γίνω έτσι!
Πονάει όλο μου το σώμα – και το δικό του –
Πενθήμερη 8ωρη εργασία – σκατά στο λάκκο τους!
Ξαπλώνουμε τα βράδια στο κρεβάτι μας και πλέον δεν
ονειροπολούμε,
αγκαλιά και να σκάμε στα γέλια σαν μικρά παιδιά.
Είμαστε τόσο κουρασμένοι που γυρίζουμε ο ένας την πλάτη του
στον άλλο
και κοιμόμαστε βαθειά – για να ξεχάσουμε την επόμενη ίδια
μέρα που μας περιμένει.
Λυπάμαι αγάπη μου – που γίναμε δέσμιοι της καθημερινότητας –
της κανονικότητας –
της κοινωνίας – των γονιών μας.
Δεν θα σταματήσω να ονειρεύομαι και να σχεδιάζω την απόδραση
μας!