Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

Μισή







































Σηκώθηκε πιο νωρίς απ' ότι συνήθως.
Έξω δεν είχε ξημερώσει
και τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια
αναβόσβηναν ακόμα στα μπαλκόνια.
Στο στόμα της είχε τη γεύση από τα γλυκά των ημερών
είχε στη μύτη της την μυρωδιά του σπιτιού που μεγάλωσε
και μια θαλπωρή αγκάλιαζε το κορμί της,
αυτή η θαλπωρή των παιδικών και εφηβικών της χρόνων.
Έφτιαξε έναν ζεστό καφέ
και έστρωσε στο τραπέζι το κατάλευκο τραπεζομάντηλο.
Είχε ανοίξει όλα τα παράθυρα
και έμπαινε μέσα ο παγωμένος αέρας.
Άρχισε σιγά σιγά και σταθερά
να κόβει ένα ένα τα δάχτυλα του αριστερού χεριού της.
Δεν έβγαλε τον παραμικρό ήχο.
Κάθε ένα που έκοβε
το έβαζε σε μια λεκάνη γεμάτη καυτό νερό και οινόπνευμα.
Ύστερα, άρχισε να κόβει
το αριστερό της στήθος.
Συνέχισε με το να σκάψει
τα αριστερά πλευρά της.
Αφού έσκισε όλη της την σάρκα
έσπασε ένα ένα τα πλευρά της
και τα έβαλε και αυτά στη λεκάνη.
Άφησε για το τέλος,
τον αριστερό εσωτερικό μηρό της.
Έσκισε την σάρκα της
και τράβηξε τον μύν της έξω,
τον έκοψε σε τέσσερα κομμάτια.
Τα έπλυνε όλα με απόλυτη προσοχή και συνέπεια.
Και τα έλουσε με το άρωμα της.
Πέρασε σε κάθε ένα μια κλωστή
και τα έβαλε σε μικρά κουτάκια δώρου.
Το κάθε ενα είχε και έναν παραλήπτη.
Είχε και ένα για τον Αλέξη, ένα για τον Μιχάλη, ένα για τον Τζουλιάνι, ένα για τον Παύλο.
Την βρήκανε κρεμασμένη από το λευκό τραπεζομάντηλο.
Ο καφές της ήτανε απείραχτος.
Όλοι ήθελαν ένα κομμάτι της.
Ήθελε όλοι να είναι ικανοποιημένοι.
Μια ολόκληρη ζωη – σκόρπια -
μέσα σε 20 κουτάκια δώρου
και ενα ματωμένο τραπεζομάντηλο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου