Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

Πηνελόπη















Η αυλή της γιαγιάς μου γεμάτη γλάστρες
με γαρύφαλλα, καλαμάτες, βασιλικούς
και μικρές γλάστρες με στρογγυλούς κάκτους
- οι δικοί μου αγαπημένοι κάκτοι -
Η βρεγμένη φέτα ψωμί με ζάχαρη
που τρώγαμε για γλυκό,
το γάλα με μια κουταλιά ελληνικό καφέ
που πίναμε το πρωί
- τα πιο αγαπημένα μου χέρια στον κόσμο
είναι τα δικά της, της γιαγιάς μου.
Μέχρι τα 15 μου την φώναζα “μαμά” - είναι η μάνα μου -
Την κοιτάζω και μέσα στα θολά της μάτια
βλέπω την απουσία ζωής και την τόση αγάπη της.
Κοιτάζω το σκελετωμένο της κορμί
και βλέπω τον θάνατο να την πλησιάζει.
Τα σκελετωμένα χέρια της,
που με δυσκολία κινεί πλέον
- όταν με χαϊδεύουνε είναι τα μόνα χέρια
στα οποία αφήνομαι πραγματικά.
Τα πιο αγαπημένα μου χέρια στον κόσμο -
Τα μεσημέρια που ξάπλωνα δίπλα της
και η μυρωδιά του απογευματινού της καφέ
που με ξύπναγε.
Η γλυκιά της φωνή που πάντα
μου έλεγε τα πιο τρυφερά γλυκόλογα
- τα μόνα γλυκόλογα που δέχτηκα
ποτέ να ακούσω στη ζωή μου -
Η ανάμνηση του άντρα της,
του παππού μου.
Που με έβαζε στο στέρνο του
και κοιμόμουν όταν ήμουνα βρέφος.
Ο παππούς μου ο άντρας της,
ο αντάρτης, το πρωτοπαλίκαρο του Άρη.
Κάθε φορά που μου έλεγε ιστορίες
κάθε φορά έκλαιγε, της έλειπε.
Μου είπε πως ο παππούς μου
μας έμαθε να αντιστεκόμαστε, να παλεύουμε
- Πάντα -
Η αναμονή να την συναντήσω
σε κάθε γιορτές και κάθε καλοκαίρι.
Πώς με περίμενε, πώς με περιμένει
με τόση λαχτάρα και τόση μα τόση αγάπη.
Η μορφή της, η δύναμη της,
η δύναμη της.
Ότι υπάρχει πίσω στην γενέτειρα μου,
το κρατάει η γιαγιά μου στα χέρια της.
Η μυρωδιά της,
αυτή η μυρωδιά γής και σοφίας.
Τα παραμύθια της κάθε βράδυ,
ο λύκος και τα 3 κατσικάκια,
η χιονάτη, η ξανθομαλλούσα,
η ιστορία του Γκιόνη, το καλοκαίρι.
Η φωτογραφία της 20 χρονών από την διαφήμιση
που είχε κάνει για τα καρπούζια Λεσινίου,
τόσο όμορφη, τόσο καμαρωτή.
Δούλευε όλη της ζωή σκληρά.
Η απόλυτη ελευθερία σκέψης
και έκφρασης της, 
τόσο έξυπνη.
Η ποδιά της με τις 2 τσέπες
πάντα μέσα είχε λάστιχα,
χαρτί και ενα ματσάκι βασιλικό.
Την θυμάμαι να με κρατάει
από το χέρι, μικρούλα,
και να πηγαίνουμε στο νεκροταφείο
στον παππού τον Γιάννη
η μυρωδία του λιβανιού και
του σημείου εκείνου,
το τζαμάκι στη πίσω μεριά και η φωτογραφία του,
το πράσινο χαλίκι στο μνήμα.
Θα τον συναντήσει σύντομα τον αγαπημένο της.
Τα μαύρα της ρούχα,
οι κάλτσες μέχρι το γόνατο,
η ρόμπα της, το μάυρο της παλτό.
Η εικόνα της στην καγκελόπορτα
του σπιτιού της να μας χαιρετάει
κάθε φορά που φεύγουμε,
να στέκεται εκεί, μέχρι να χαθούμε,
μέχρι να στρίψουμε στη Συκιά.
Θα μπορούσα να γράψω αμέτρητες σελίδες
για εσένα γιαγιά,
σε αγαπώ τόσο δυνατά και χωρίς τέλος,
σε αγαπώ τόσο βαθιά,
θα σε αγαπώ πάντα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου