Αισθάνεσαι τα άκρα σου παγωμένα,
βγάζεις το δέρμα σου τις νύχτες
με καυτό νερό
μήπως νιώσεις λίγο ζεστά.
Η γλώσσα σου έχει γυρίσει ανάποδα
και πνίγεσαι,
μέρα με τη μέρα,
πνίγεσαι.
Είναι τυφλοί,
δεν βλέπουν τίποτε,
μόνο την σκιά τους.
Όλες οι φωτογραφίες
είναι κομμένες στα δύο,
λείπει η μορφή σου,
φαίνεται μόνο η σκιά σου.
Ακούνε μόνο το γρύλισμα σου
ξεχάσανε την γλυκιά σου φωνή.
Σου αφήσανε το χέρι,
για να οδηγήσεις μόνη σου,
την μοίρα σου,
όση βοήθεια είχες, φτάνει,
έπρεπε να γίνεις ανεξάρτητη.
Έγινες…
είτε τρέχεις είτε τσουλάς,
αυτοί δεν μιλάνε,
δεν γελάνε,
δεν χαίρονται,
δεν ήθελαν να κόψεις το σχοινάκι,
μέσα στα ρούχα τους,
ήθελαν να κρύβεσαι ακόμα,
πως αλλιώς θα νιώθουν ισχυροί,
θα βγάζουν την κολασμένη
ανάγκη τους για «καθ-οδήγηση»;
Ξεκρέμασες όλα τα κάδρα,
άδειασες όλες τις ντουλάπες,
εγκατέλειψες κάθε ανάγκη για επικοινωνία,
απαγκιστρώθηκες και δεν γυρίζεις πίσω.
Καμία ευχαρίστηση στο να σε πετάνε
μέσα στο νερό
και μετά πάλι έξω
και μετά πάλι μέσα
και μετά πάλι έξω.
Έχεις πνεύμονες;
Ναι
Τότε χρειάζεσαι βράγχια για να προχωρήσεις,
ξέρουν αυτοί,
αυτοί, μόνο ξέρουν.
Έχεις βράγχια;
Ναι
Τότε χρειάζεσαι πνεύμονες για να προχωρήσεις,
ξέρουν αυτοί,
αυτοί, μόνο ξέρουν.
Με τίποτα από τα δύο
δεν μπορείς να αναπνεύσεις,
όλο σου το οξυγόνο εξατμίστηκε,
άφησες εκεί την τελευταία σου πνοή.
Το πιο δύσκολο δεν είναι να ζήσεις
μακριά τους,
αλλά με την ζεστή ανάμνηση τους,
γιατί δεν θέλεις,
να τους κάνεις να δουν,
τον εγωιστικό,
μεγαλοπρεπή,
σαδιστικό,
εαυτό τους,
δεν θέλεις να τους
πληγώσεις τόσο.
Να θυμάσαι μόνο,
τις στιγμές που ήσουνα παιδί,
να τους θυμάσαι τότε.