Ανοίγω τα μάτια μου, η όραση μου είναι ακόμα θολή
προσπαθώ να αναγνωρίσω που βρίσκομαι από τους ήχους και την μυρωδιά.
Η γνώριμη μυρωδιά σου αμέσως κάνει την ψυχή μου
να γαληνεύει, ξέρω ότι βρίσκομαι εκεί που έχω ονειρευτεί.
Απλώνω τα χέρια μου μέσα στο σχεδόν σκοτάδι μου
να σε βρω, να σε αγγίξω.
Μόλις τα δάχτυλα σου συναντήσουν τα δικά μου,
το κορμί μου σαγηνεύεται και αφήνεται στο τώρα, σε εσένα.
Όταν πλέον έρθεις κοντά μου και νιώσω την ανάσα σου
τα μάτια μου ανοίγουν και όλα είναι τόσο καθαρά.
Άφησε με σε αυτή τη στιγμή, περικυκλωμένη από τις πρωτανθισμένες λεβάντες,
μην με ξυπνάς δεν θέλω να ανοίξω τα μάτια μου να δω το πραγματικό.
Ο κόσμος βαραίνει τόσο πολύ στους ώμους μου,
δεν μπορώ να τον κουβαλήσω πια.
Δεν υπάρχει ένα σημείο να ξαποστάσω, να πάρω μια ανάσα
να βρω δύναμη να συνεχίσω.
Και ο κόσμος βαραίνει όλο και πιο πολύ
και ο δρόμος είναι ατέρμονος με ποτάμια αίμα
να ρέουν και φωνές βοήθειας και απόγνωσης να ηχούν παντού.
Άφησέ με σε αυτή τη στιγμή, περικυκλωμένη από τις πρωτανθισμένες λεβάντες,
με τον κόσμο κλεισμένο απ έξω.
Κλείνω πάλι τα μάτια μου,
τα βλέπω όλα τόσο καθαρά.
Ο κόσμος ξαπλώνει πλάι μου και η ανάσα του
είναι τόσο βαριά.
Σκύβω μπροστά του και αυτόςεξουθενωμένος
σκαρφαλώνει πάλι στους ώμους μου.
Ας έμενα σε εκείνη τη στιγμή, περικυκλωμένη από τις πρωτανθισμένες λεβάντες
μόνο μαζί σου.
Ξέρω, θα κουβαλάω τον κόσμο έως ότου να σταματήσει αυτός ο πόνος,
έως ότου ανθίσουν χαμομήλια και βιολέτες στις γραμμές των τρένων,
έως ότου δεν ακούγονται κραυγές και πυροβολισμοί αλλά το τραγούδι των χελιδονιών,
έως ότου πάψει να μυρίζει θάνατος και μοσχοβολάει άνοιξη.
Ας έμενα σε εκείνη τη στιγμή, περικυκλωμένη από τις πρωτανθισμένες λεβάντες
μόνο μαζί σου.
Και ο κόσμος να ζωντάνευε από τις παιδικές ζωγραφιές, τόσο αγνός,
δίκαιος και πολύχρωμος, γεμάτος φως.